εφτανησιακός
Смотреть что такое "εφτανησιακός" в других словарях:
επτανησιακός — επτανησιακός, ή, ό και εφτανησιακός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Εφτάνησα: Επτανησιακή λογοτεχνική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)